- ποδοκροτώ
- -έω, Νχτυπώ ρυθμικά τα πόδια στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας ομιλητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κροτώ (πρβλ. χειροκροτώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοκροτώ — ποδοκροτώ, ποδοκρότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
κατακροαίνω — (AM) πατώ με κρότο, ποδοκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κροαίνω «πατώ με κρότο»] … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
ποδοκρότημα — το, Ν ρυθμικό χτύπημα τών ποδιών στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκροτώ. Η λ., στον πληθ. ποδοκροτήματα, από το 1819 στον Χ. Δ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
πρότροπος — ὁ, Α (για οίνο) 1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν 2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα 3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep… … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
φτερνοκοπώ — φτερνοκόπησα 1. χτυπώ κάτι με τη φτέρνα, δίνω φτερνιά (βλ. λ.), ποδοπατώ, ιδίως χτυπώ το έδαφος με τη φτέρνα, ποδοκροτώ, κάνω θόρυβο σε θέατρο με το χτύπημα των φτερνών στο έδαφος σε ένδειξη αποδοκιμασίας. 2. χτυπώ με το φτερνιστήρι, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)